- ηδυμέλεια
- ἡδυμέλεια, ἡ (AM) [ηδυμελής]1. ως ουσ. η γλυκύτητα τής μελωδίας, η αρμονία2. ως επίθ. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επιθ. ηδυμελής*(«ἡδυμέλεια σύριγξ» — γλυκόλαλος αυλός, Νόνν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυμέλεια — sweetness of melody fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυμελείας — ἡδυμελείᾱς , ἡδυμέλεια sweetness of melody fem acc pl ἡδυμελείᾱς , ἡδυμέλεια sweetness of melody fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek